- κατακυρίευση
- η (AM κατακυρίευσις) [κατακυριεύω]η καθυπόταξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακυριεύσῃ — κατακυριεύω gain aor subj mid 2nd sg κατακυριεύω gain aor subj act 3rd sg κατακυριεύω gain fut ind mid 2nd sg κατακῡριεύσῃ , κατακυριεύω gain aor subj mid 2nd sg κατακῡριεύσῃ , κατακυριεύω gain aor subj act 3rd sg κατακῡριεύσῃ , κατακυριεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)